εὖφρον

εὖφρον
εὔφρων
cheerful
masc/fem voc sg
εὔφρων
cheerful
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εὔφρον' — Εὔφρονα , Εὔφρων cheerful masc acc sg Εὔφρονι , Εὔφρων cheerful masc dat sg Εὔφρονε , Εὔφρων cheerful masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφρον' — εὔφρονα , εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl εὔφρονα , εὔφρων cheerful masc/fem acc sg εὔφρονι , εὔφρων cheerful dat sg εὔφρονε , εὔφρων cheerful nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὖφρον — Εὔφρων cheerful masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμονίδης — ο (Α ἡγεμονίδης) νεοελλ. γιος ηγεμόνα ή βασιλιά αρχ. ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών ( όνος) + κατάλ. ίδης (πρβλ. ευφρον ίδης, κηφην ίδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”